μονομάχος

μονομάχος
(λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι με τις ανθρωποθυσίες που τελούνταν επάνω στον τάφο του νεκρού. Ο μ. ήταν τις περισσότερες φορές ένας καταδικασμένος σε θάνατο, αιχμάλωτος πολέμου ή δούλος· στην αυτοκρατορική όμως εποχή υπήρχαν ακόμα και αυτοκράτορες που κατέβαιναν στον στίβο. Ανάλογα με τον οπλισμό και τον τύπο του αγώνα διακρίνονταν οι διάφορες ειδικότητες: Θράκες με στρογγυλή ασπίδα και μαχαίρι, retiarii με τρίαινα και δίχτυ μέσα στο οποίο προσπαθούσαν να τυλίξουν τον αντίπαλο, murmillones, οι οποίοι φορούσαν κράνος, secutores, οι συνηθισμένοι αντίπαλοι των retiarii, με ασπίδα και μαχαίρι. Επευφημίες, αναγγελίες θεαμάτων, επιτάφιες επιγραφές, μαρτυρούν, μαζί με πολυάριθμες ζωγραφικές, γλυπτές και ψηφιδωτές παραστάσεις, τη διάδοση των αγώνων των μ. σε όλη την έκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.. Οι αγώνες των μονομάχων ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη Ρώμη. Στη φωτογραφία, γλυπτό που απεικονίζει έναν μονομάχο (Πλατεία Αρμερίνα, Ρώμη).
* * *
-ο (ΑΜ μονομάχος, -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. άτομο που μονομαχεί εναντίον άλλου
αρχ.
1. αυτός που μάχεται μόνος εναντίον άλλου επίσης μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», Αισχύλ.
β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», Ευρ.
γ. «μονομάχῳ δορί», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχαία Ρώμη) αιχμάλωτος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με ανθρώπους ή άγρια θηρία προς τέρψη τών θεατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -μάχος (< μάχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονομάχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόμαχος — fighting in single combat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχος — ο, η 1. άτομο που συμμετέχει σε μονομαχία. 2. στην αρχαία Ρώμη, κατάδικος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με άνθρωπο ή άγρια θηρία ώστε να διασκεδάσει το κοινό που παρακολουθούσε τη διαδικασία: Στο Κολοσσαίο της Ρώμης έχασαν τη ζωή τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μονομάχος, Μιχαήλ — (14ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε στα χρόνια του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου. Οι σύγχρονοι του τον θεωρούσαν άνθρωπο συνετό και έμπειρο στρατιωτικό. Διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης. Το 1333, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του δεσπότη …   Dictionary of Greek

  • μονομάχοις — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut dat pl μονομάχος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχοισι — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) μονομάχος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχον — μονομάχος masc/fem acc sg μονομάχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχου — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut gen sg μονομάχης masc gen sg μονομάχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχους — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem acc pl μονομάχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχων — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut gen pl μονομάχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”